λαχανικῶν

λαχανικῶν
λαχανικός
tax on market-gardeners
fem gen pl
λαχανικός
tax on market-gardeners
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • σαλγαμάριος — ὁ, ΜΑ μσν. πωλητής λαχανικών στην άλμη αρχ. παρασκευαστής λαχανικών και νωπών καρπών στην άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salgamarius «αυτός που παστώνει και πουλά καρπούς και λαχανικά»] …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Σουασόν — (Soissons). Πόλη της Γαλλίας (30 000 κάτ.), στο νομό Αιν, 90 χλμ. ΒΑ του Παρισιού. Είναι μεγάλο γεωργικό κέντρο παραγωγής λαχανικών και φρούτων. Διαθέτει επίσης και βιομηχανία επεξεργασίας μετάλλων, χημικών προϊόντων, καουτσούκ και τροφίμων.… …   Dictionary of Greek

  • βρούχος — (I) ο και (ουδ.) το [βρουχούμαι] ο βρυχηθμός. (II) ο και βρούκος (AM βροῡχος) μικρή ακρίδα χωρίς φτερά νεοελλ. το παράσιτο των λαχανικών πρασοκουρίς, κολοκυθοκόφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του με το βρύκω «καταπίνω» οφείλεται σε παρετυμολογία.… …   Dictionary of Greek

  • γιαχνί — τρόπος μαγειρέματος κρέατος, λαχανικών ή οσπρίων με κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέσα σε λάδι, μυρωδικά και σάλτσα ντομάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yahni] …   Dictionary of Greek

  • γούλα — (I) και γούλη, η (Μ γούλα) στομάχι, κοιλιά νεοελλ. 1. πρόλοβος τών πτηνών, γκούσα 2. οισοφάγος 3. η λαιμαργία 4. σκελίδα σκόρδου 5. φέτα τών κιτρωδών 6. ψίχα τού αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. gula]. (II) η (Μ γούλα) [γουλί] είδος τεύτλου νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”